|
|
Ουν λιλίτσιê αρόšιê - Σημειώματα σχετικά με την παράδοση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού: Το παράδειγμα της Βοβούσας |
Άρθρα Γιώργου Μαγιάκη |
Τετάρτη, 27 Σεπτέμβριος 2017 15:17 |
Μία ακόμη θερινή περίοδος ολοκληρώνεται όπου άγιοι μετά πανηγυρίων είχαν δεσπόζουσα θέση στην κοινωνική ζωή των παλιννοστούντων της υπαίθρου, των παραθεριστών, των ερασιτεχνών ερευνητών αλλά προπαντός των μόνιμων κατοίκων που αμφιρρέπουν ανάμεσα στο άμεσο αίσθημα πληρότητας και στη μελαγχολική σκέψη της επικείμενης απομόνωσης. Αναφορικά, λοιπόν, με όλες αυτές τις εορτές με λαϊκό-πανηγυρικό χαρακτήρα οδηγούμαστε να εκθέσουμε μια κριτική όσων βιώσαμε, όσων μας διηγήθηκαν είτε όσων παρακολουθήσαμε (μέσω κοινωνικών δικτύων ή κάποιας διαφημιστικής αφίσας εθνικού, περιφερειακού ή επαρχιακού οδικού δικτύου!). Στα δύο πρώτα σημειώματα θα παραθέσουμε ερεθίσματα και συναγωγικά συμπεράσματα δύο διαφορετικών καταστάσεων λαϊκής δημιουργίας στο πλαίσιο θεμελιωμένων πατροπαράδοτα εθιμικών αρχών και τελετών. Εδώ, θα προσεγγίσουμε τη δομή των τελετουργικών εθιμοτυπικών αναπαραστάσεων στην περιοχή του Ανατολικού Ζαγορίου και πιο συγκεκριμένα ενός βλαχόφωνου χωριού, της Βοβούσας. Η Βοβούσα, ή κατά τη βλαχική «Μπαϊάσα», διαθλασμένη σε δύο μέρη καθώς διαρρέει εν τω μέσω ο ποταμός Αώος που πηγάζει από τη βόρεια Πίνδο, θα λέγαμε ότι μεταλαμπαδεύει κρυπτολογικά την ιδέα της αθανασίας. Ο εορτασμός της Αγίας Παρασκευής όπου πραγματοποιείται το τριήμερο 26-27-28 Ιουλίου βρίθει από συμβολισμούς καθώς συντελείται βάσει τυπικών αντικειμένων τα οποία διέπονται από κανονιστικές αρχές, αρχές που τέθηκαν στην ηθική βάση προγενέστερων κοινωνιών και αποτέλεσαν τον κρίκο συνοχής των πολιτικών μερών της. Δεν θα επικεντρωθούμε στην κοινωνιολογική ανάλυση των τυπικών αντικειμένων ως αντικείμενα, αλλά θα εστιάσουμε σε μια πιο ατομιστική προσέγγιση των υπόρρητων εννοιών. Ας πλανηθούμε, όμως, πριν, σε ένα φαντασιακό οδοιπορικό. Μεταφερόμαστε στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής το οποίο τοποθετείται στην καρδιά ενός δρυμού από ψιλόκορμα πεύκα. Το βλάχικο τραγούδι με τη συνοδεία οργάνων και προεξάρχοντες Βοβουσιώτες με παραδοσιακή ενδυμασία ακολουθεί μια μαγευτική πορεία και μας οδηγεί στα «προπύλαια» του κεντρικού οικισμού με θέα τα σκαρφαλωτά πετρόχτιστα σπίτια της κοιλάδας. Εκεί σχηματοποιείται ο πρώτος χορευτικός κύκλος και το κάθε μέλος κατά ηλικιακή ταξινόμηση καταθέτει διακριτικά το δικό του βήμα στη μνήμη και στο παρόν. Μετά την πρώτη «ανάσταση» η πορεία εισβάλει στο χωριό το οποίο αναμένει να υποδεχτεί μια μάζα οίστρου στα σπίτια του. Εκεί, κάθε όρος του οικοδεσπότη καταργείται και η χορευτική μάζα οιστρηλατεί με τα πόδια στο τίποτα και τη ψυχή στο πάντα. Το άγγελμα της πανηγυρικής τριημερίας διασκορπίζεται από τους δεκάδες αγγελιοφόρους έως αργά το μεσημέρι. Στο χρονικό της πατρογονικής τελετουργίας προστίθενται ο Γενικός Χορός. Οι καμπάνες του Άγιου Αθανασίου στον Πέρα Μαχαλά κυμβαλίζονται αργόσυρτα στον ερχομό του δειλινού και όλοι οι κάτοικοι συγκρατούν την ψυχή στο σώμα σαν αυτή η ενθυλακωμένη έκσταση να αναγκάζει το σώμα να χορεύει. Στο προαύλιο της εκκλησίας στοιχειοθετούνται δύο ομόκεντροι κύκλοι κατά ηλικιακή ταξιθέτηση. Ο εσωτερικός κύκλος αποτελείται από άντρες και ο εξωτερικός από γυναίκες. Η διαδικασία υπάγεται νομοτελειακά σε ένα σύνολο απαράβατων κανονισμών μιας άγραφης ηθικής σύμβασης που διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Ο οδηγητής του αντρικού χορευτικού κύκλου παίρνει θέση πίσω από μια μεγάλη πέτρα η οποία σηματοδοτεί την αφετηρία και τη λήξη του χορού. Ο άνδρας εντέλλεται με τη μορφή «παραγγέλματος» την ορχήστρα και επιλέγει τη γυναίκα που θα συνοδέψει τον ίδιο και θα οδηγήσει το γυναικείο σύνολο του εξωτερικού κύκλου. Η παραδοσιακή σύνθεση που εκτελεί η ορχήστρα επιμερίζεται σε τρία μουσικά μέρη με ρυθμό 3/4 (ή 4/4), 7/8 και 2/4 οι οποίοι εναλλάσσονται διαδοχικά. Ο χορευτής ορίζεται πως πρέπει να αποδώσει το παράγγελμα του μέχρι την ολοκλήρωση ενός χορευτικού κύκλου. Στους επιδέξιους χορευτές το πρώτο μουσικό μέρος αντικαθίσταται από ένα σκοπό σε 8/4, την «Ασημένια μ’ αλυσίδα», που απαιτεί ιδιαίτερη αντιληπτική ικανότητα του χορευτή ώστε να ερμηνεύσει κινησιολογικά τον συγκεκριμένο σκοπό. Την τρίτη ημέρα των εορτασμών ο Γενικός Χορός συντελείται εξολοκλήρου από τις γυναίκες και παλαιότερα ειδικά, από τις γυναίκες που δεν επελέχθησαν από κάποιον άνδρα ως συνοδοί κατά την τέλεση του χορού των. Στο τέλος της εθιμικής διαδικασίας κυριαρχεί ο χορός «Σύρμπα» κατά τον οποίο οι άνδρες δημιουργούν έναν εξωτερικό κύκλο γύρω από τις γυναίκες και προσπαθούν να τις περισφίξουν στο εσωτερικό ενωνόμενοι ο πρώτος με τον τελευταίο χορευτή. Αποκορύφωμα βέβαια του τριήμερου αποτελούν οι βραδινές πανηγυρικές τελετές. Σε αυτό το σημείο, θα επιστρέψουμε από τη φαντασία στον καθαρό λόγο και θα σταχυολογήσουμε ορισμένα συμπεράσματα για το εννοιολογικό περιεχόμενο σύμφωνα με μια ατομιστική προσέγγιση, όσο, βέβαια, η υποκειμενική κρίση μάς γνωμοδοτεί να επιτελέσουμε κάτι τέτοιο. Αυτό που αντιλαμβάνεται εκ πρώτης ένας εξωτερικός παρατηρητής είναι η απουσία ενός συλλόγου-κηδεμόνα με παρεμβατική, ελεγκτική και χειραγωγική συμπεριφορά. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι όταν αναφερόμαστε στην παράδοση των εθίμων του συγκεκριμένου αυτού χωριού του βλαχοζάγορου, δεν αναφερόμαστε με όρους θεσφάτου ή ιδιοκτησιακού κληροδοτήματος που εφαρμόζεται άνωθεν. Τα πολιτικά μέρη της κοινότητας δεν λειτουργούν εντολοδοχικά σε ημιεπαγγελματίες καιροσκόπους αλλά αυθόρμητα και ισότιμα προκειμένου να επιτελέσουν αυτό που ξέρουν μόνον οι ίδιοι να διαμορφώνουν: τον λαϊκό τους πολιτισμό. Ο πολιτιστικός σύλλογος που εδράζει στο χωριό διαχειρίζεται πρακτικά και ουσιαστικά ζητήματα τα οποία εξυπηρετούν την τεχνική υποστήριξη. Καθαυτό τον τρόπο θα λέγαμε μεταφορικά επιμελούνται την κυψέλη του ίδιου τους του σμήνους μελισσών. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι παρίστανται στο γεγονός ως άμεσα, συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας τους με την ιστορία. Η διατήρηση των παραδοσιακών τυπικών αντικειμένων δεν παραχωρείται σε ανάδοχους έργων, αλλά τοποθετείται βαθιά στο αίσθημα ευθύνης όλων των κατοίκων. Το αίσθημα ευθύνης δεν προκύπτει από κανένα τυχοδιωχτικό χαρακτήρα θήρευσης τουρισμού ή θήρευσης οποιασδήποτε μορφής κέρδους. Ούτε, επίσης, (θέση που εδράζει στην υποκειμενική μου πεποίθηση) προκύπτει από τη διατήρηση απαρχαιωμένων δοξασιών δίχως αυτές να αξιολογούνται κριτικά. Το να συντηρήσεις στην αλέα του χρόνου ένα σπόρο, δεν έχει καμία σημασία αν δεν γίνει δέντρο που τα κλαδιά του θα βρουν την πορεία τους προς το φως ή αν δεν καρπίσουν επάνω τους φρούτα εδώδιμα για τις γενιές που έρχονται. Εκεί βρίσκεται το αίσθημα ευθύνης. Να προσαρμόσουμε τα κλαδιά μέσα στη θύελλα. Μέσα από τις βλάχικες πολυφωνικές ωδές, που λίγοι σήμερα ξέρουν το νόημα των στίχων και που πολλές φορές δημιουργείται μια νοηματική ασάφεια ως προς το περιεχόμενο, οι κάτοικοι του βλαχοχωρίου της Βοβούσας συναντούν έναν αρχέγονο γλωσσικό κώδικα και επιδίδονται σε μια διαλεκτική σχέση με το παρελθόν. Ανακαλούν είδωλα προσώπων που είτε ταυτίστηκαν με την πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας είτε αποτέλεσαν στο μικρόκοσμο του κάθε ατόμου μια αναλαμπή στο σκότος. Πρόσωπα που έσβησαν, πρόσωπα που ξενιτεύτηκαν, πρόσωπα που κυνηγήθηκαν, πρόσωπα που τώρα βρίσκονται στο κατώφλι μιας άγνωστης φυγής. Μπορεί να ακούσετε μέσα στην ηρεμία τα τραγούδια των υλοτόμων από τα δάση με τα ρόμπολα1 και τη μαύρη πεύκη. Μπορεί ο ήχος των κωδώνων από τα κάρα των κυρατζήδων να σας παρασύρει καθώς στέκεστε στην κορυφή της μονότοξης γέφυρας. Μέσα από την αέναη κυκλικότητα του χορού, το χοροστάσι μετακυλύει στο χωροχρόνο και ο καθένας με χέρια ελεύθερα τραγουδά και χορεύει. Η νέα γενιά, ξένη στον τόπο της χορεύει για όσα χάνονται, μα και για όσα μπορεί να κερδίσει. Μνημονεύει και ταυτόχρονα σμιλεύει το δικό της αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη αγωνιώντας να μείνει άσβηστη. Σαν τραγικοί ήρωες ξενιτεμένοι χορεύουν για τους ξενιτεμένους και κατατρύχονται από την ιδέα της λήθης. Μια ολόκληρη γενιά συγκρούεται και αυτή η σύγκρουση αντικατοπτρίζεται στα εθιμικά τυπικά αντικείμενα. Στο αίσθημα ευθύνης των κατοίκων του χωριού περιλαμβάνεται και ο απολογισμός της ηθικής του παρελθόντος. Γιατί, δεν πρέπει να αφεθούμε μόνον στους ιδεατούς συμβολισμούς και να παραβλέψουμε την πολιτική εκδοχή που περιγράφει τη γενικότερη περιοχή ως πεδίο εθνικιστικής προπαγάνδας. Μιας ανελέητης προπαγάνδας που επιδόθηκαν τα μεγάλα βαλκανικά κέντρα αλλοτριώνοντας την ιστορική αλήθεια και αποπροσανατολίζοντας τη φυσική εξέλιξη του πολιτισμού της περιοχής. Με την προσέγγιση που επιλέξαμε να κατατοπιστούμε, ίσως, οδηγηθήκαμε σε αρκετά υπερβατολογικά μονοπάτια. Ο λαϊκός πολισμός, όμως, είναι τέχνη και όπως συμβαίνει στην Τέχνη στο σύνολό της, προκαλεί φιλοσοφικά ερωτήματα. Ο λαϊκός πολιτισμός υποστασιοποιεί αυτά τα ερωτήματα και, όπως κάθε μορφή τέχνης, τα υποβάλλει προς προβληματισμό υπό τους όρους που θεσμοθετεί στην ηθική κατάστασή του ο σύγχρονος άνθρωπος. Στο παράδειγμα της Βοβουσιώτικης παράδοσης που εξετάσαμε σε αυτό το σημείωμα, η παράδοση του λαϊκού πολιτισμού αποτελεί κάτι αυθόρμητο και αχειραγώγητο που αναπαριστά είδωλα του παρελθόντος τα οποία, άλλα τίθενται αφενός σε αξιολογική κλίμακα και άλλα αφετέρου τίθενται ως κανονιστικές αρχές του νόμου της ανθρώπινης ελευθερίας και ισότητας. Έτσι, δικαιολογείται αυτό που αναφέραμε νωρίτερα, ότι μεταλαμπαδεύεται κρυπτολογικά η αθανασία, η αθανασία ως σφραγίδα του καθενός στον καθημερινό αγώνα. Ένα λουλούδι κόκκινο σαν στάμπα ανάμεσα στις γκρίζες ποταμόπετρες του Αώου. «Ουν λιλίτσιê αρόšιê»: ένα λουλούδι κόκκινο -Του Γεώργιου Μαγιάκη Στέλεχος του Χορευτικού Τμήματος Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Πατρέων
|
Σύνδεση ΧρήστηΣυνδεδεμένα ΜέληΚανένα |
Ενημερωτικη λιστα |
Αριθμος Επισκεπτων
Έχουμε 23 επισκέπτες συνδεδεμένους
|
Δημοσκοπηση |