|
|
Ο ανώνυμος λαός και η ταυτότητα μιας τέχνης |
Άρθρα Γιώργου Μαγιάκη |
Παρασκευή, 03 Νοέμβριος 2017 13:41 |
Μουσικές δίχως συνθέτες, λόγια δίχως στιχουργούς, πίνακες και αγιογραφίες ανυπόγραφες, υφαντά και ενδύματα χωρίς ταμπέλες. Παραδοσιακό τραγούδι, δημοτική ποίηση, λαϊκή τέχνη. Από ποιόν δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα καραβάνια που αλωνίζουν τους αιώνες, άραγε; Η απάντηση είναι μία: από το λαό. Τον ανώνυμο λαό. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του λαού στην ιστορία, θα εξετάσουμε το βασικότερο συστατικό της λαϊκής τέχνης εν γένει. Την ανωνυμία. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα μελέτη εστιάζει στους λόγους για τους οποίους οι λαϊκοί καλλιτέχνες ανά τους αιώνες δεν επισφράγισαν με το όνομά τους τα παραγόμενα από τους ίδιους καλλιτεχνικά αντικείμενα, καθώς και στα όρια του προοδευτισμού της ανωνυμίας κατά την άντλησή της. Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό από το οποίο πηγάζει η ανωνυμία είναι η προφορική παράδοση. Η προφορική παράδοση ανθεί ως μέσο επικοινωνίας, αλλά και καταγραφής, εξαιτίας μιας λιγότερο ανεπτυγμένης βαθμίδας μόρφωσης και συγκριμένα, εξαιτίας της στέρησης του γραπτού λόγου. Η γραφή ήταν προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων, καθώς και των κληρικών, γι’ αυτό πολλά ιστορικά χειρόγραφα ως τεκμήρια ιστορικότητας εκπροσωπούν την τέχνη ανώτερων στρωμάτων. Τα τεκμήρια αυτά παρουσιάζουν τα αντικείμενα της λαϊκής δημιουργίας διαστρεβλωμένα με σκοπό τον εξωραϊσμό και την απόκρυψη στοιχείων που αποδεικνύουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Δίχως γραπτή παράδοση, η προφορική δεν κατάφερε να διασώσει έναν επώνυμο δημιουργό, αφενός, γιατί εξανεμίστηκε από την μνήμη των επερχόμενων γενεών, αλλά προπαντός, διότι η «πρώτη ύλη» άλλαζε από στόμα σε στόμα με προσθήκες πολλών άλλων «άτεχνων» δημιουργών. Έτσι, δημιουργείται μια πανάκεια και συλλογική αποτύπωση των τεχνών. Ίσως, ορισμένοι αναρωτιούνται αν θα μιλούσαμε ακόμη για ανωνυμία, εφόσον η μάζα κατείχε τη γραφή. Το μόνο που μπορεί να υποστηριχθεί με ακρίβεια είναι ότι θα είχαν καταγραφεί και διασωθεί περισσότερα δημιουργήματα πρωτοπόρων λαϊκών καλλιτεχνών. Αυτό θα συνέβαινε, διότι μπροστά στη δεδομένη μεταβαλλόμενη προφορική παράδοση, η οποία τότε καθοριζόταν από αυστηρούς παραδοσιακούς κανόνες και αντικειμενικά καθορισμένο πνεύμα συλλογικότητας, καμιά καινοτομία δεν μπορούσε να βλαστήσει. Κάθε ριζοσπαστική ιδέα αφομοιωνόταν σταδιακά από τα στερεότυπα της κοινωνίας. Επομένως, δεν γνωρίζουμε αν θα υπήρχαν πιο προσωπικές δημιουργίες. Γνωρίζουμε μόνο ότι θα είχαμε πλουραλιστικότερα -και ίσως, προοδευτικότερα- καλλιτεχνικά αντικείμενα. Εκτός από την επίδραση της κοινότητας, η οποία εξαλείφει -άθελα, θα λέγαμε- την ταυτότητα του δημιουργού, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Στην άλλη πλευρά έγκειται η ίδια η τάση των λαϊκών δημιουργών να μην θεωρούν αναγκαία την υστεροφημία ή την προσωπική οικειοποίηση των καλλιτεχνικών τους αντικειμένων. Όπως διαβάζουμε και στις επεξηγηματικές περιγραφές του Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας, το οποίο επικεντρώνεται στην τέχνη της αγιογραφίας, οι αγιογράφοι της εποχής δεν υπέγραφαν τα έργα τους γιατί θεωρούσαν την έμπνευσή τους «θείο δώρο». Αυτό, βέβαια, αποτελεί μια προέκταση που καθόριζε το σύνολο του τρόπου ζωής της κοινότητας. Δηλαδή, η επιρροή της χριστιανικής συνείδησης και ο τελικός σκοπός της μακαριότητας στη μεταθάνατο ζωή, είναι αυτά που διαμορφώνουν, εν μέρει, την απουσία ανάγκης του ανθρώπου να καθιερωθεί στο επίγειο. Αυτή η εξήγηση είναι μόνον επιφανειακή. Η ιδιαιτερότητα της ανωνυμίας υπάγεται στο πλαίσιο μιας κοσμοθεωρίας καθολικά επηρεασμένης από καθιερωμένες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η ιδιαιτερότητα αυτή προέρχεται από την άρνηση της επίγειας ζωής και επιδίωξη της επουράνιας. Γιατί όμως η θρησκεία διαμόρφωσε, ως επί των πλείστων, αυτά τα κοσμοείδωλα στη ζωή των ανθρώπων και επηρέασε δραματικά ακόμα και των τρόπο έκφρασης τους; Προκειμένου να εμβαθύνουμε, κρίνεται απαραίτητο να εξετάσουμε ολόκληρο το κοινωνικό βάθρο εκείνης της εποχής από τα θεμέλια, ακόμη, της οργάνωσής του. Ποιος είναι αντικειμενικά ο ρόλος της θρησκείας και γιατί επέδρασε δραστικά στην κοινωνία. «’Ο φόβος δημιούργησε τους θεούς’. Ο φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλετάριου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την «ξαφνική», την «αναπάντεχη», την «τυχαία» καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πάουπερ*, σε πόρνη, το θάνατο από την πείνα. Να η ρίζα της σύγχρονης θρησκείας που πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει υπόψη του ο υλιστής.» - Ι.Β.Λένιν (Άπαντα τόμ.17, σελ.423-435). Ο Λένιν υποστηρίζει ότι η θρησκεία πηγάζει από το φόβο μπροστά σε μια τυφλή δύναμη, την οποία η μάζα θεωρεί ότι δεν μπορεί να προβλέψει. Όμως, αυτή η τυφλή δύναμη «προβλέπεται» διότι δεν προέρχεται παρά μόνο από υλικούς παράγοντες και όχι θεϊκούς, δηλαδή από πράγματα που προκύπτουν από ανθρώπινες παθογένειες (ανισότητα, εκμετάλλευση, φτωχοποίηση, τεχνολογική και πνευματική καθυστέρηση κ.α.). Αυτή η υλιστική προσέγγιση ερμηνεύει πεντακάθαρα το φόβο του ανθρώπου και την εναπόθεση της «τύχης» του σε κάτι έξω από τον ίδιο. Στην κοινοτική ζωή που αναφερόμαστε, καταπιεσμένοι και συσκοτισμένοι πνευματικά, οι άνθρωποι αδυνατούν να απαλλαχθούν από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις αλλά και να κατανοήσουν τις δυνάμεις της φύσης. Στρέφονται, έτσι, στην πίστη στους θεούς, στα θαύματα, στη μεταθάνατο ζωή. «Τυφλή δύναμη» (ή, εν προκειμένω, «αδυναμία») θεωρείται ο φόβος και η ανασφάλεια της εγκαταλελειμμένης κοινοτικής κοινωνίας που είναι έρμαιο ληστρικών επιδρομών, δίχως οργανωμένη πρόνοια, με μηδαμινή τεχνολογία, με βάρβαρη εργασία και απροστάτευτη από ένα κεντρικό σχεδιασμό ανάπτυξης. Αυτή η κοινωνία αποστρεφόταν την υστεροφημία επί γης, αλλά δεν έπαψε να αναζητά τρόπους διαφυγής. Επομένως, η κοινωνική ταπείνωση και στενότητα σε συνδυασμό με την έλλειψη ταξικής οργάνωσης συντελούν ολοταχώς στις θρησκευτικές προλήψεις, αλλά ταυτόχρονα συντελούν και στην απελευθέρωση της κοινωνίας μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης δίχως, όμως, να αναγνωρίζεται ιδιαίτερα η αξία της επίγειας καταξίωσης. Κατά την αρχαιότητα, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα επεδίωκε την υστεροφημία ως όπλο ενάντια στην τιμωρία του θανάτου. Επεδίωκε με αυτόν τον τρόπο την αθανασία. Μήπως, όμως, αθάνατη παραμένει τελικά, όλη αυτή η δυναμική των ανώνυμων δημιουργών που παραδίδεται αυτή τη στιγμή στα χέρια μας; Από την πλευρά της ίδιας της λαϊκής τέχνης ως δυναμικής των ανώνυμων δημιουργών, η ανωνυμία ισοδυναμεί με αυταπάρνηση της αγωνίας του απλού λαού για κοινωνική καθιέρωση. Αυτό ακριβώς, είναι που τον κατέστησε ελεύθερο να εκφραστεί και να δημιουργήσει. Μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρών και καταπιεστικών αρχών, κατάφερε να μιλήσει και ο λόγος του να γίνει λόγος χιλιάδων ανθρώπων μέσα τους αιώνες. Στη συνείδηση των ανθρώπων που σήμερα μιλάνε για παράδοση και λαό, υπάρχει μια αόριστη, συγκεχυμένη μάζα. Ανωνυμία δεν σημαίνει αοριστία. Σημαίνει υπέρβαση εγωισμού. Ανωνυμία δεν σημαίνει υπεκφυγή. Σημαίνει ένας άλλος λόγος. Ένας λόγος μέσα από χιλιάδες στόματα. Γι’ αυτό η ανώνυμη λαϊκή τέχνη προκαλεί δέος. Στη σημερινή κοινωνία της ατομικής λύσης, το μήνυμα της ανωνυμίας ως συντάραξης του εγωιστικού βάθρου, είναι επίκαιρο. Αποδεχόμαστε, μεν, το πλαίσιο που «εφηύρε» αυθόρμητα ο λαός για να δημιουργήσει εντός του, αλλά απορρίπτουμε τους αντικειμενικούς παράγοντες, καθώς και τις αιτίες που το διαμόρφωσαν. Προτείνουμε το πλαίσιο, όπου τέχνη σημαίνει καθαρά έκφραση-ανάγκη, και ανωνυμία σημαίνει εξαφάνιση του σφετερισμού από μονάδες, να προκύπτει όχι από φόβο, αλλά ορθολογικά από πλήρη συλλογική ταύτιση. Εν κατακλείδι, προέκυψαν οι εξής περιπτώσεις: α) η ανωνυμία από την πλευρά της αντικειμενικά ιστορικής εξέλιξης (προφορικότητα παράδοσης), β) η ανωνυμία από την πλευρά της –τότε- κοσμοθεωρίας των κοινωνιών με την καθολική επίδραση της θρησκείας, τις ρίζες και προεκτάσεις της, και γ) η ανωνυμία από την πλευρά της τέχνης, της τέχνης του λαού ως ανάγκη για έκφραση. Πώς μπορεί να προκύψει μία σύγχρονη θέση για την εξέλιξη του λαϊκού πολιτισμού με βάση τα ανωτέρω τεκμήρια και παραδείγματα; Στη σημερινή μεταβλημένη –παρασάγγας- κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι όροι και ο τρόπος ζωής μετατρέπονται και τα στάδια συνείδησης και μόρφωσης αναπτύσσονται, η ανωνυμία δεν μπορεί να αντλείται από θρησκευτικές προλήψεις. Έχοντας ξεπεράσει αυτό το στάδιο της ανεπαρκούς εξήγησης της φύσης, κατανοώντας τη χειριστική δύναμη της ανώτερης τάξης και την ανισότητα που καθορίζει τις «τύχες», ο σημερινός ανώνυμος λόγος θα απελευθερώνει το λαό και θα συντρέχει όλη την κοινωνική πραγματικότητα. Η ανωνυμία, βέβαια, δεν είναι αυτοσκοπός. Τα όριά της περιορίζονται στο σημείο εκείνο όπου επώνυμη δημιουργία σημαίνει βάρος της ευθύνης ενός ακόμη πιο προοδευτικού παραγόμενου έργου. Αυτό προϋποθέτει το έργο, πρωταρχικά, να εκφράζει το σύνολο της κοινωνίας και την κοινωνία έτοιμη να αποδεχθεί αυτό το πρωτοπόρο λαϊκό δημιούργημα. Το παράδειγμα του επώνυμου προοδευτικού κομματιού της τέχνης, όπου παραπάνω εξετάσαμε την αδυναμία του να αντισταθεί στο ρεύμα της ανώνυμης προφορικότητας, στέκεται τώρα ικανό να αρθρώσει λόγο. Ένα λόγο δίχως πνευματικά δικαιώματα, δίχως νομικά πλαίσια, δίχως εμπορευματικές ανταλλαγές. Ένα λόγο συλλογικό και ανεπιτήδευτο. Όσο παράγουμε επώνυμα με μόνο σκοπό το κέρδος, η λαϊκή τέχνη θα αποτελεί τέχνη προς κατανάλωση. Ας εστιάσουμε σε έναν λόγο συλλογικό όλοι εμείς, ο ανώνυμος λαός. -Του Γεώργιου Μαγιάκη *πάουπερ: (Lat. pauper, poor), άπορος /πάμφτωχος φώτο: Τάκης Τλούπας, «Τα κορίτσια που γνέθουν στον Όλυμπο», 1955 |
Σύνδεση ΧρήστηΣυνδεδεμένα ΜέληΚανένα |
Ενημερωτικη λιστα |
Αριθμος Επισκεπτων
Έχουμε 28 επισκέπτες συνδεδεμένους
|
Δημοσκοπηση |